λυγμόν

λυγμόν
λυγμός
masc acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • συμπαροξύνω — Α [παροξύνω] 1. προτρέπω, παρακινώ επίσης 2. οξύνω, ερεθίζω επίσης 3. παθ. συμπαροξύνομαι οξύνομαι, ερεθίζομαι, συγχρόνως με κάτι άλλο («λυγμὸν συμπαροξυνομένον τοῑς πυρετοῑς», Γαλ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”